δευτεραγωνιστής

δευτεραγωνιστής
ο (Α δευτεραγωνιστής)
ο ηθοποιός που ενσαρκώνει δεύτερους ρόλους ή χαρακτήρες στη θεατρική παράσταση
νεοελλ.
δευτερεύον πρόσωπο, εκείνος τού οποίου η συμβολή σε κάτι δεν είναι η πρωταρχική
αρχ.
εκείνος που υποστηρίζει τις απόψεις ρήτορα που μίλησε προηγουμένως.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δευτεραγωνιστής — actor who takes second class parts masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δευτεραγωνιστήν — δευτεραγωνιστής actor who takes second class parts masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεύτερος — η, ο και δεύτερος, δευτέρα, ο (AM δεύτερος, α, ον) Ι. 1. αυτός που φθάνει, έρχεται ή γίνεται αμέσως μετά τον πρώτο (σε διαδοχή χρόνου) (α. «τερμάτισε δεύτερος» β. «γεννήθηκε δεύτερος» γ. «δεύτερος αὖ προΐει ἔγχος» έσυρε δεύτερος το ξίφος) 2.… …   Dictionary of Greek

  • Deuteragonist — In literature, the deuteragonist (from Greek: δευτεραγωνιστής, deuteragonistes, second actor) is the second most important character, after the protagonist and before the tritagonist.[1] The deuteragonist may switch from being with or against the …   Wikipedia

  • ТЕАТРАЛЬНЫЕ ПРЕДСТАВЛЕНИЯ —    • Ludi scaenici.          Т. представления в древности, как в Афинах, так и в Риме, не были в частных руках; ими заведовало государство, хотя исполнение в каждом отдельном случае предоставлялось частным лицам. В Афинах представления трагедий и …   Реальный словарь классических древностей

  • ЭСХИЛ —    • Aeschylus,          Αίσχύλος, афинянин из дема Елевсина, сын Евфориона, из благородной аттической фамилии, родился в ол. 63, 4 (525 г.), сражался при Марафоне, Саламине и Платее, 25 ти лет уже ставил драмы, соперничая с Пратиной, и с этих… …   Реальный словарь классических древностей

  • δευτεραγωνιστώ — (Α δευτεραγωνιστῶ, έω) είμαι δευτεραγωνιστής …   Dictionary of Greek

  • δευτερολόγος — δευτερολόγος, ον (Α) 1. ο δεύτερος ομιλητής 2. δευτεραγωνιστής …   Dictionary of Greek

  • ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει …   Dictionary of Greek

  • δευτεραγωνιστῶν — δευτεραγωνιστέω play second class parts pres part act masc nom sg (attic epic doric) δευτεραγωνιστής actor who takes second class parts masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”