δευτεραγωνιστής — actor who takes second class parts masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δευτεραγωνιστήν — δευτεραγωνιστής actor who takes second class parts masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεύτερος — η, ο και δεύτερος, δευτέρα, ο (AM δεύτερος, α, ον) Ι. 1. αυτός που φθάνει, έρχεται ή γίνεται αμέσως μετά τον πρώτο (σε διαδοχή χρόνου) (α. «τερμάτισε δεύτερος» β. «γεννήθηκε δεύτερος» γ. «δεύτερος αὖ προΐει ἔγχος» έσυρε δεύτερος το ξίφος) 2.… … Dictionary of Greek
Deuteragonist — In literature, the deuteragonist (from Greek: δευτεραγωνιστής, deuteragonistes, second actor) is the second most important character, after the protagonist and before the tritagonist.[1] The deuteragonist may switch from being with or against the … Wikipedia
ТЕАТРАЛЬНЫЕ ПРЕДСТАВЛЕНИЯ — • Ludi scaenici. Т. представления в древности, как в Афинах, так и в Риме, не были в частных руках; ими заведовало государство, хотя исполнение в каждом отдельном случае предоставлялось частным лицам. В Афинах представления трагедий и … Реальный словарь классических древностей
ЭСХИЛ — • Aeschylus, Αίσχύλος, афинянин из дема Елевсина, сын Евфориона, из благородной аттической фамилии, родился в ол. 63, 4 (525 г.), сражался при Марафоне, Саламине и Платее, 25 ти лет уже ставил драмы, соперничая с Пратиной, и с этих… … Реальный словарь классических древностей
δευτεραγωνιστώ — (Α δευτεραγωνιστῶ, έω) είμαι δευτεραγωνιστής … Dictionary of Greek
δευτερολόγος — δευτερολόγος, ον (Α) 1. ο δεύτερος ομιλητής 2. δευτεραγωνιστής … Dictionary of Greek
ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει … Dictionary of Greek
δευτεραγωνιστῶν — δευτεραγωνιστέω play second class parts pres part act masc nom sg (attic epic doric) δευτεραγωνιστής actor who takes second class parts masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)